- υπείκω
- ΜΑ, και επικ. τ. ὑποείκω Αμτφ. υποχωρώ, ενδίδω, υποτάσσομαι (α. «πείθεσθε τοῑς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε», ΚΔβ. «οἱ μοναχοὶ τῷ κληρονόμῳ μου,... ὑποτασσόμενοι καὶ ὑπείκοντες ἔσονται», Μιχ. Ατταλ.)αρχ.1. αποχωρώ, αποσύρομαι, απομακρύνομαι2. (με δοτ.) υποχωρώ, παραχωρώ («τιμαῑς ὑπείκει», Σοφ.)3. (το ουδ. τής μτχ. ενεστ.) τὸ ὑπεῑκον(με περιλπτ. σημ.) αυτοί που υποχωρούν, που υποτάσσονται («αὖθις τὸ νῡν ὑπεῑκον ἤρασσον πέτροις», Ευρ.)4. φρ. «ὑπείκω χεῑρα» — ξεφεύγω από τα χέρια (Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + εἴκω «υποχωρώ, αποσύρομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.